- κολομβιανός
- -ή, -ό [Κολομβία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κολομβία ή προέρχεται από αυτήν2. ως κύριο όν. Κολομβιανός, -ή, -όο κάτοικος τής Κολομβίας ή εκείνος που κατάγεται από αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοντερνισμός — Λογοτεχνικό κίνημα, που εκδηλώθηκε κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αι. στην ισπανόφωνη Αμερική ως αντίδραση προς τις απηρχαιωμένες μορφές του ρομαντισμού. Στην αρχική τους αυτή αντίδραση, οι μοντερνιστές χρησιμοποίησαν τις νέες τάσεις της… … Dictionary of Greek
Ισαάκς, Χόρχε — (Jorge Isaacs, Κάλι 1837 – Ιμπαγκέ 1895). Κολομβιανός ποιητής και μυθιστοριογράφος. Έγινε γνωστός με το έργο του Μαρία (1867), που μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες και θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας του … Dictionary of Greek
Κάρο, Χοσέ Εουσέμπιο — (José Eusebio Caro, 1817 – 1853). Κολομβιανός ποιητής, δημοσιογράφος και πολιτικός. Το 1836 ίδρυσε το φιλολογικό περιοδικό Λα εστρέλα νασιονάλ και τον επόμενο χρόνο την ημερήσια εφημερίδα Ελ Γκραναντίνο. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτική… … Dictionary of Greek
Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία … Dictionary of Greek
Μάρκες, Γκαμπριέλ Γκαρσία — (Gabriel Garcia Mαrquez, Αρακατάκα Κολομβίας 1928 –). Κολομβιανός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομική στα πανεπιστήμια της Καρθαγένης και της Μπογκοτά, όπου και έζησε μέχρι το 1960. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του το 1948 ως δημοσιογράφος… … Dictionary of Greek
μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… … Dictionary of Greek